exchange loss - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

exchange loss - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Stop-loss; Stop-Loss; Stop Loss; Stop loss (disambiguation); Stoploss

exchange loss      

финансы

курсовой убыток

отрицательная курсовая разница

убыток по курсовым разницам

убыток от курсовой разницы (отрицательная разница, возникающая при пересчете сумм из одной валюты в другую в случае изменения курса за отчетный период (напр., из-за разницы валютных курсов на день покупки какого-л. товара и день фактической оплаты товара или на день продажи и день поступления платежа))

синоним

exchange rate loss; foreign currency exchange loss; foreign exchange loss

антоним

exchange gain

exchange loss      
потеря валюты, сокращение валютных резервов; потеря на разнице валютных курсов
exchange market         
  • The "Huis ter Beurze" (center) in [[Bruges]], [[Belgium]]
  • newspaper=Haaretz}}</ref>
  • Helsinki, Finland]], 1965
HIGHLY ORGANIZED TRADING MARKET
Exchange trading; Security exchange; Organized market; Exchange market; Stock and futures exchange; Financial exchange; Trading venue; Financial trading venue
валютный рынок

Βικιπαίδεια

Stop loss

Stop loss may refer to:

  • Stop-loss insurance, an insurance policy that goes into effect after a set amount is paid in claims
  • Stop-loss order, stock or commodity market order to close a position if/when losses reach a threshold
  • Stop-loss policy, US military requirement for soldiers to remain in service beyond their normal discharge date
  • Stop-loss variant, a genetic variant that causes loss of a stop codon
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exchange loss
1. The company also had a $1.1 million exchange loss "from the impact of a strengthening dollar on sterling–denominated bank deposits," it said.
2. Lira, taxes hurt profits: Turkcell booked a $65.4 million foreign exchange loss in the second quarter due to the plunge in the lira currency during this period.
Μετάφραση του &#39exchange loss&#39 σε Ρωσικά